επαργυρωμένος

επαργυρωμένος
argenté

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • διάργυρος — η, ο (Μ διάργυρος, ον) επαργυρωμένος, σκεπασμένος ή διακοσμημένος με ασήμι νεοελλ. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο υδράργυρος …   Dictionary of Greek

  • επάργυρος — η, ο (Α επάργυρος, ον) ο επαργυρωμένος, αυτός που έχει καλυφθεί με λεπτό στρώμα αργύρου, ασημωμένος, ασημοκαπνισμένος («επάργυρα σκεύη») αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «μισθωτής» …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Μεσαιωνικό Λεμεσού (Κύπρου) — Η παλαιότερη αναφορά του κάστρου της Λεμεσού, το 1228, αφορά κατά πάσα πιθανότητα ένα παλαιό βυζαντινό κάστρο ή κάποιο άλλο που το αντικατέστησε κατά την πρώιμη περίοδο της Φραγκοκρατίας. Τη σημερινή του μορφή έλαβε μετά την οριστική κατάληψη της …   Dictionary of Greek

  • επαργυρώνομαι — επαργυρώνομαι, επαργυρώθηκα, επαργυρωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επάργυρος — η, ο ο επαργυρωμένος, ασημωμένος, ασημοκαπνισμένος, αρζαντέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επαργυρώνω — επαργύρωσα, επαργυρώθηκα, επαργυρωμένος, μτβ., καλύπτω με ασήμι μεταλλικό αντικείμενο ή σκεύος, ασημώνω, ασημοκαπνίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”